φιλαλήθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιλαλήθεια | οι | φιλαλήθειες |
γενική | της | φιλαλήθειας | των | φιλαληθειών |
αιτιατική | τη | φιλαλήθεια | τις | φιλαλήθειες |
κλητική | φιλαλήθεια | φιλαλήθειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φιλαλήθεια < αρχαία ελληνική φιλαλήθεια < ὁ, ἡ φιλαλήθης,-ες
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλαλήθεια θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φιλαλήθεια
|