Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υψομετρικός η υψομετρική το υψομετρικό
      γενική του υψομετρικού της υψομετρικής του υψομετρικού
    αιτιατική τον υψομετρικό την υψομετρική το υψομετρικό
     κλητική υψομετρικέ υψομετρική υψομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υψομετρικοί οι υψομετρικές τα υψομετρικά
      γενική των υψομετρικών των υψομετρικών των υψομετρικών
    αιτιατική τους υψομετρικούς τις υψομετρικές τα υψομετρικά
     κλητική υψομετρικοί υψομετρικές υψομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υψομετρικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

υψομετρικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία