υψομετρικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
υψομετρικά < υψομετρικ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
υψομετρικά
- απο υψομετρική άποψη
- άλλες μορφές: υψομετρικώς (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
υψομετρικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
υψομετρικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του υψομετρικός