υψομετρικώς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υψομετρικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑψομετρικῶς → δείτε τη λέξη υψομετρικός
Επίρρημα
επεξεργασίαυψομετρικώς
Μεταφράσεις
επεξεργασία υψομετρικώς
|
Πηγές
επεξεργασία- υψομετρικώς — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)