τελωνοφύλακας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τελωνοφύλακας < τελωνο(φυλακή) + -ο- + -φύλακας[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίατελωνοφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) υπάλληλος της τελωνοφυλακής
- ※ Ένας τελωνοφύλακας γαλανομάτης, παχύς, κάπνιζε ναργιλέ στην παράγκα που παράσταινε τελωνείο. (Νίκος Καζαντζάκης Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τελωνοφύλακας
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τελωνοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας