↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τελωνοφύλακας οι τελωνοφύλακες
      γενική του τελωνοφύλακα των τελωνοφυλάκων
    αιτιατική τον τελωνοφύλακα τους τελωνοφύλακες
     κλητική τελωνοφύλακα τελωνοφύλακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τελωνοφύλακας < τελωνο(φυλακή) + -ο- + -φύλακας[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τελωνοφύλακας αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία