ατελώνιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαατελώνιστος, -η, -ο
- που δεν έχει περάσει τελωνείο
- (κατ’ επέκταση) λαθραίος
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη τελωνείο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατελώνιστος
|
ατελώνιστος, -η, -ο
|