Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ατελώνιστος η ατελώνιστη το ατελώνιστο
      γενική του ατελώνιστου της ατελώνιστης του ατελώνιστου
    αιτιατική τον ατελώνιστο την ατελώνιστη το ατελώνιστο
     κλητική ατελώνιστε ατελώνιστη ατελώνιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ατελώνιστοι οι ατελώνιστες τα ατελώνιστα
      γενική των ατελώνιστων των ατελώνιστων των ατελώνιστων
    αιτιατική τους ατελώνιστους τις ατελώνιστες τα ατελώνιστα
     κλητική ατελώνιστοι ατελώνιστες ατελώνιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατελώνιστος < α- + τελωνίζω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ατελώνιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει περάσει τελωνείο
     αντώνυμα: εκτελωνισμένος
  2. (κατ’ επέκταση) λαθραίος

Συγγενικά επεξεργασία

ατελώνιστα

  Μεταφράσεις επεξεργασία