Ετυμολογία

επεξεργασία
all-clear < all + clear

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

all-clear (en)

  • η λήξη συναγερμού, ένα σήμα (συχνά ένας ήχος) που δείχνει ότι ένα μέρος ή μια κατάσταση δεν είναι πλέον επικίνδυνη
    ⮡  When the all-clear came…
    Όταν σήμανε λήξη του συναγερμού