δικτυώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δικτυώνω < δίκτυο + -ώνω < αρχαία ελληνική δίκτυον < δικεῖν
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.ktiˈo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κτυ‐ώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαδικτυώνω, αόρ.: δικτύωσα, παθ.φωνή: δικτυώνομαι, π.αόρ.: δικτυώθηκα, μτχ.π.π.: δικτυομένος
- συμβάλλω στο να γνωρίσει κάποιος κόσμο και ν’ αποκτήσει σχέσεις με ανθρώπους
- → δείτε και τη λέξη δικτυώνομαι
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δικτυώνω | δικτύωνα | θα δικτυώνω | να δικτυώνω | δικτυώνοντας | |
β' ενικ. | δικτυώνεις | δικτύωνες | θα δικτυώνεις | να δικτυώνεις | δικτύωνε | |
γ' ενικ. | δικτυώνει | δικτύωνε | θα δικτυώνει | να δικτυώνει | ||
α' πληθ. | δικτυώνουμε | δικτυώναμε | θα δικτυώνουμε | να δικτυώνουμε | ||
β' πληθ. | δικτυώνετε | δικτυώνατε | θα δικτυώνετε | να δικτυώνετε | δικτυώνετε | |
γ' πληθ. | δικτυώνουν(ε) | δικτύωναν δικτυώναν(ε) |
θα δικτυώνουν(ε) | να δικτυώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δικτύωσα | θα δικτυώσω | να δικτυώσω | δικτυώσει | ||
β' ενικ. | δικτύωσες | θα δικτυώσεις | να δικτυώσεις | δικτύωσε | ||
γ' ενικ. | δικτύωσε | θα δικτυώσει | να δικτυώσει | |||
α' πληθ. | δικτυώσαμε | θα δικτυώσουμε | να δικτυώσουμε | |||
β' πληθ. | δικτυώσατε | θα δικτυώσετε | να δικτυώσετε | δικτυώστε | ||
γ' πληθ. | δικτύωσαν δικτυώσαν(ε) |
θα δικτυώσουν(ε) | να δικτυώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δικτυώσει | είχα δικτυώσει | θα έχω δικτυώσει | να έχω δικτυώσει | ||
β' ενικ. | έχεις δικτυώσει | είχες δικτυώσει | θα έχεις δικτυώσει | να έχεις δικτυώσει | ||
γ' ενικ. | έχει δικτυώσει | είχε δικτυώσει | θα έχει δικτυώσει | να έχει δικτυώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δικτυώσει | είχαμε δικτυώσει | θα έχουμε δικτυώσει | να έχουμε δικτυώσει | ||
β' πληθ. | έχετε δικτυώσει | είχατε δικτυώσει | θα έχετε δικτυώσει | να έχετε δικτυώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δικτυώσει | είχαν δικτυώσει | θα έχουν δικτυώσει | να έχουν δικτυώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δικτυώνομαι | δικτυωνόμουν(α) | θα δικτυώνομαι | να δικτυώνομαι | ||
β' ενικ. | δικτυώνεσαι | δικτυωνόσουν(α) | θα δικτυώνεσαι | να δικτυώνεσαι | ||
γ' ενικ. | δικτυώνεται | δικτυωνόταν(ε) | θα δικτυώνεται | να δικτυώνεται | ||
α' πληθ. | δικτυωνόμαστε | δικτυωνόμαστε δικτυωνόμασταν |
θα δικτυωνόμαστε | να δικτυωνόμαστε | ||
β' πληθ. | δικτυώνεστε | δικτυωνόσαστε δικτυωνόσασταν |
θα δικτυώνεστε | να δικτυώνεστε | (δικτυώνεστε) | |
γ' πληθ. | δικτυώνονται | δικτυώνονταν δικτυωνόντουσαν |
θα δικτυώνονται | να δικτυώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δικτυώθηκα | θα δικτυωθώ | να δικτυωθώ | δικτυωθεί | ||
β' ενικ. | δικτυώθηκες | θα δικτυωθείς | να δικτυωθείς | δικτυώσου | ||
γ' ενικ. | δικτυώθηκε | θα δικτυωθεί | να δικτυωθεί | |||
α' πληθ. | δικτυωθήκαμε | θα δικτυωθούμε | να δικτυωθούμε | |||
β' πληθ. | δικτυωθήκατε | θα δικτυωθείτε | να δικτυωθείτε | δικτυωθείτε | ||
γ' πληθ. | δικτυώθηκαν δικτυωθήκαν(ε) |
θα δικτυωθούν(ε) | να δικτυωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω δικτυωθεί | είχα δικτυωθεί | θα έχω δικτυωθεί | να έχω δικτυωθεί | δικτυωμένος | |
β' ενικ. | έχεις δικτυωθεί | είχες δικτυωθεί | θα έχεις δικτυωθεί | να έχεις δικτυωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει δικτυωθεί | είχε δικτυωθεί | θα έχει δικτυωθεί | να έχει δικτυωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε δικτυωθεί | είχαμε δικτυωθεί | θα έχουμε δικτυωθεί | να έχουμε δικτυωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε δικτυωθεί | είχατε δικτυωθεί | θα έχετε δικτυωθεί | να έχετε δικτυωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν δικτυωθεί | είχαν δικτυωθεί | θα έχουν δικτυωθεί | να έχουν δικτυωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι δικτυωμένος - είμαστε, είστε, είναι δικτυωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν δικτυωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν δικτυωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι δικτυωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι δικτυωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι δικτυωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι δικτυωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία δικτυώνω
|