Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δικτύωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
δικτύωμα
τα
δικτυώμα
τ
α
γενική
του
δικτυώμα
τ
ος
των
δικτυωμά
τ
ων
αιτιατική
το
δικτύωμα
τα
δικτυώμα
τ
α
κλητική
δικτύωμα
δικτυώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
δικτύωμα
<
δικτυώνω
+
-μα
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
reticulation
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δικτύωμα
ουδέτερο
κατασκευή
(
συνήθως
μεταλλική
) που μοιάζει με
δίχτυ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δικτύωμα
αγγλικά
:
lattice
(en)
γαλλικά
:
lacis
(fr)
,
reticulation
(fr)