Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

δικτυώνομαι, π.αόρ.: δικτυώθηκα, μτχ.π.π.: δικτυωμένος, (ενεργ.: δικτυώνω)

  1. παθητική φωνή του ρήματος δικτυώνω → δείτε και τη κλίση 
  2. στην παθητική φωνή:

  Μεταφράσεις επεξεργασία