Δείτε επίσης: ροή, ῥοή
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ροΐ τα ρογιά
      γενική του ρογιού των ρογιών
    αιτιατική το ροΐ τα ρογιά
     κλητική ροΐ ρογιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «φαΐ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ροΐ ουδέτερο (ελλειπτικό ουσιαστικό)

  • (κουζινικά) δοχείο για λάδι που έχει σχήμα κώνου και μακρύ λαιμό στην κορυφή ή στο πλάι και χρησιμοποιείται για να ρίχνουμε λάδι στο φαγητό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία