Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ελαιοδοχείο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐλαιοδόχος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ελαιοδοχεί
ο
τα
ελαιοδοχεί
α
γενική
του
ελαιοδοχεί
ου
των
ελαιοδοχεί
ων
αιτιατική
το
ελαιοδοχεί
ο
τα
ελαιοδοχεί
α
κλητική
ελαιοδοχεί
ο
ελαιοδοχεί
α
Κατηγορία
όπως «
πεύκο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ελαιοδοχείο
<
ελαιο-
+
δοχείο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ελαιοδοχείο
ουδέτερο
δοχείο
για την
τοποθέτηση
/
αποθήκευση
λαδιού
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ροΐ
λαδικό
λαδωτήρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ελαιοδοχείο
αγγλικά
:
oilcan
(en)