Δείτε επίσης: κυκλοφοριακός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυκλοφορικός η κυκλοφορική το κυκλοφορικό
      γενική του κυκλοφορικού της κυκλοφορικής του κυκλοφορικού
    αιτιατική τον κυκλοφορικό την κυκλοφορική το κυκλοφορικό
     κλητική κυκλοφορικέ κυκλοφορική κυκλοφορικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυκλοφορικοί οι κυκλοφορικές τα κυκλοφορικά
      γενική των κυκλοφορικών των κυκλοφορικών των κυκλοφορικών
    αιτιατική τους κυκλοφορικούς τις κυκλοφορικές τα κυκλοφορικά
     κλητική κυκλοφορικοί κυκλοφορικές κυκλοφορικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
 
το ανθρώπινο κυκλοφορικό σύστημα

  Ετυμολογία επεξεργασία

κυκλοφορικός < ελληνιστική κοινή κυκλοφορικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική circulatoire)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ci.klo.fo.ɾiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ci.klo.fo.ɾiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ci.klo.fo.ɾiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

κυκλοφορικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία