ξανακυκλοφορώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ξανακυκλοφορώ
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ξανακυκλοφορώ | ξανακυκλοφορούσα | θα ξανακυκλοφορώ | να ξανακυκλοφορώ | ξανακυκλοφορώντας | |
β' ενικ. | ξανακυκλοφορείς | ξανακυκλοφορούσες | θα ξανακυκλοφορείς | να ξανακυκλοφορείς | (ξανακυκλοφόρει) | |
γ' ενικ. | ξανακυκλοφορεί | ξανακυκλοφορούσε | θα ξανακυκλοφορεί | να ξανακυκλοφορεί | ||
α' πληθ. | ξανακυκλοφορούμε | ξανακυκλοφορούσαμε | θα ξανακυκλοφορούμε | να ξανακυκλοφορούμε | ||
β' πληθ. | ξανακυκλοφορείτε | ξανακυκλοφορούσατε | θα ξανακυκλοφορείτε | να ξανακυκλοφορείτε | ξανακυκλοφορείτε | |
γ' πληθ. | ξανακυκλοφορούν(ε) | ξανακυκλοφορούσαν(ε) | θα ξανακυκλοφορούν(ε) | να ξανακυκλοφορούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ξανακυκλοφόρησα | θα ξανακυκλοφορήσω | να ξανακυκλοφορήσω | ξανακυκλοφορήσει | ||
β' ενικ. | ξανακυκλοφόρησες | θα ξανακυκλοφορήσεις | να ξανακυκλοφορήσεις | ξανακυκλοφόρησε | ||
γ' ενικ. | ξανακυκλοφόρησε | θα ξανακυκλοφορήσει | να ξανακυκλοφορήσει | |||
α' πληθ. | ξανακυκλοφορήσαμε | θα ξανακυκλοφορήσουμε | να ξανακυκλοφορήσουμε | |||
β' πληθ. | ξανακυκλοφορήσατε | θα ξανακυκλοφορήσετε | να ξανακυκλοφορήσετε | ξανακυκλοφορήστε | ||
γ' πληθ. | ξανακυκλοφόρησαν ξανακυκλοφορήσαν(ε) |
θα ξανακυκλοφορήσουν(ε) | να ξανακυκλοφορήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ξανακυκλοφορήσει | είχα ξανακυκλοφορήσει | θα έχω ξανακυκλοφορήσει | να έχω ξανακυκλοφορήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ξανακυκλοφορήσει | είχες ξανακυκλοφορήσει | θα έχεις ξανακυκλοφορήσει | να έχεις ξανακυκλοφορήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ξανακυκλοφορήσει | είχε ξανακυκλοφορήσει | θα έχει ξανακυκλοφορήσει | να έχει ξανακυκλοφορήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ξανακυκλοφορήσει | είχαμε ξανακυκλοφορήσει | θα έχουμε ξανακυκλοφορήσει | να έχουμε ξανακυκλοφορήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ξανακυκλοφορήσει | είχατε ξανακυκλοφορήσει | θα έχετε ξανακυκλοφορήσει | να έχετε ξανακυκλοφορήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ξανακυκλοφορήσει | είχαν ξανακυκλοφορήσει | θα έχουν ξανακυκλοφορήσει | να έχουν ξανακυκλοφορήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξανακυκλοφορώ