traffic (en) (μη μετρήσιμο)
- η κίνηση, η κυκλοφορία, το κυκλοφοριακό, κυκλοφοριακός, τα οχήματα που βρίσκονται σε δρόμο σε μια συγκεκριμένη ώρα
- ⮡ The roads had heavy traffic today.
- Οι δρόμοι είχαν πολλή κίνηση σήμερα.
- ⮡ In order to improve the flow of traffic…
- Για να βελτιώσουμε τη ροή της κυκλοφορίας…
- ⮡ Vehicular traffic is forbidden.
- Απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων.
- ⮡ the traffic in Thessaloniki - το κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη
- ⮡ traffic congestion - κυκλοφοριακή συμφόρηση
- ⮡ hours of peak traffic - ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
- η κίνηση πλοίων, τρένων, αεροσκαφών κτλ. κατά μήκος μιας συγκεκριμένης διαδρομής
- ⮡ railway traffic - σιδηροδρομική κίνηση
- η κίνηση, η δραστηριότητα της μετακίνησης ανθρώπων ή αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο
- ⮡ commercial/passenger traffic - η κίνηση εμπορευμάτων/επιβατών
- ⮡ With the quarantine restrictions, the traffic is very low.
- Με τους περιορισμούς της καραντίνας η κίνηση είναι πολύ πεσμένη.