Ουσιαστικό

επεξεργασία

traffic (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η κίνηση, η κυκλοφορία, το κυκλοφοριακό, κυκλοφοριακός, τα οχήματα που βρίσκονται σε δρόμο σε μια συγκεκριμένη ώρα
    ⮡  The roads had heavy traffic today.
    Οι δρόμοι είχαν πολλή κίνηση σήμερα.
    ⮡  In order to improve the flow of traffic
    Για να βελτιώσουμε τη ροή της κυκλοφορίας
    ⮡  Vehicular traffic is forbidden.
    Απαγορεύεται η κυκλοφορία οχημάτων.
    ⮡  the traffic in Thessaloniki - το κυκλοφοριακό στη Θεσσαλονίκη
    ⮡  traffic congestion - κυκλοφοριακή συμφόρηση
    ⮡  hours of peak traffic - ώρες κυκλοφοριακής αιχμής
  2. η κίνηση πλοίων, τρένων, αεροσκαφών κτλ. κατά μήκος μιας συγκεκριμένης διαδρομής
    ⮡  railway traffic - σιδηροδρομική κίνηση
  3. η κίνηση, η δραστηριότητα της μετακίνησης ανθρώπων ή αγαθών από το ένα μέρος στο άλλο
    ⮡  commercial/passenger traffic - η κίνηση εμπορευμάτων/επιβατών
    ⮡  With the quarantine restrictions, the traffic is very low.
    Με τους περιορισμούς της καραντίνας η κίνηση είναι πολύ πεσμένη.