Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόδας οι πόδες
      γενική του πόδα των ποδών
    αιτιατική τον πόδα τους πόδες
     κλητική πόδα πόδες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόδας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πούς από την αιτιατική πόδα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpo.ðas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πό‐δας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόδας αρσενικό

  1. (λόγιο) το πόδι
  2. (μετρική) σύνολο δύο ή περισσότερων συλλαβών που συγκροτούν μία μετρική μονάδα
    λόγιο: πους
  3. (γεωμετρία) το σημείο συνάντησης μιας καθέτου με γραμμή ή επιφάνεια προς την οποία κατευθύνεται

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη πόδι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πόδας αρσενικό