πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόδας οι πόδες
      γενική του πόδα των ποδών
    αιτιατική τον πόδα τους πόδες
     κλητική πόδα πόδες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πόδας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πούς από την αιτιατική πόδα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πόδας αρσενικό

  1. (λόγιο) το πόδι
  2. (μετρική) σύνολο δύο ή περισσότερων συλλαβών που συγκροτούν μία μετρική μονάδα
    λόγιο: πους
  3. (γεωμετρία) το σημείο συνάντησης μιας καθέτου με γραμμή ή επιφάνεια προς την οποία κατευθύνεται

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη πόδι

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

πόδας αρσενικό