αντίποδας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντίποδας < αρχαία ελληνική ἀντίπους < ἀντι- + πούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντίποδας αρσενικό
- που βρίσκεται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατάσταση ή θέση σε σχέση με ένα νοητό ή πραγματικό χώρισμα
- ⮡ στον αντίποδα του Πηλίου βρίσκεται το βουνό της Όθρυος
- ※ Στον αντίποδα του αεικίνητου Βερολίνου, η παλιά πρωτεύουσα της Γερμανίας, η Βόννη, μάλλον «ξεκουράζεται». Απαλλαγμένη πια από τη φασαρία του διοικητικού κέντρου -παρά το γεγονός πως κάποια υπουργεία παραμένουν εκεί- η πόλη του Μπετόβεν προσφέρεται για χαλαρούς περιπάτους στο πλακόστρωτο κέντρο με τους γοτθικούς ναούς και τις ευρύχωρες πλατείες.
- Αιμίλιος Χάρμπης, Βερολίνο και Βόννη, 25 χρόνια μετά, Η Καθημερινή, 15 Νοεμβρίου 2014