αντίποδας
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αντίποδας < αρχαία ελληνική ἀντίπους < ἀντι- + πούς
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αντίποδας αρσενικό
- που βρίσκεται σε εκ διαμέτρου αντίθετη κατάσταση ή θέση σε σχέση με ένα νοητό ή πραγματικό χώρισμα
- στον αντίποδα του Πηλίου βρίσκεται το βουνό της Όθρυος