↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γοτθικός η γοτθική το γοτθικό
      γενική του γοτθικού της γοτθικής του γοτθικού
    αιτιατική τον γοτθικό τη γοτθική το γοτθικό
     κλητική γοτθικέ γοτθική γοτθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γοτθικοί οι γοτθικές τα γοτθικά
      γενική των γοτθικών των γοτθικών των γοτθικών
    αιτιατική τους γοτθικούς τις γοτθικές τα γοτθικά
     κλητική γοτθικοί γοτθικές γοτθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
γοτθικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γοτθικός < Γότθ(οι) + -ικός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gothique < υστερολατινική Gothicus < Gothi (Γότθοι) [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣot.θiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γοτ‐θι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

γοτθικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τους Γότθους
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (τέχνη) που αναφέρεται σε ρυθμούς και χαρακτηριστικά της τέχνης των τελευταίων αιώνων του Μεσαίωνα
    ⮡  η Παναγία των Παρισίων είναι ναός γοτθικού ρυθμού

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία