γοτθικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γοτθικός | η | γοτθική | το | γοτθικό |
γενική | του | γοτθικού | της | γοτθικής | του | γοτθικού |
αιτιατική | τον | γοτθικό | τη | γοτθική | το | γοτθικό |
κλητική | γοτθικέ | γοτθική | γοτθικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γοτθικοί | οι | γοτθικές | τα | γοτθικά |
γενική | των | γοτθικών | των | γοτθικών | των | γοτθικών |
αιτιατική | τους | γοτθικούς | τις | γοτθικές | τα | γοτθικά |
κλητική | γοτθικοί | γοτθικές | γοτθικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γοτθικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γοτθικός < Γότθ(οι) + -ικός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gothique < υστερολατινική Gothicus < Gothi (Γότθοι) [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɣot.θiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γοτ‐θι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαγοτθικός, -ή, -ό
- σχετικός με τους Γότθους
- (ουσιαστικοποιημένο) (τέχνη) που αναφέρεται σε ρυθμούς και χαρακτηριστικά της τέχνης των τελευταίων αιώνων του Μεσαίωνα
- ⮡ η Παναγία των Παρισίων είναι ναός γοτθικού ρυθμού
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ γοτθικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας