πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γοτθικός η γοτθική το γοτθικό
      γενική του γοτθικού της γοτθικής του γοτθικού
    αιτιατική τον γοτθικό τη γοτθική το γοτθικό
     κλητική γοτθικέ γοτθική γοτθικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γοτθικοί οι γοτθικές τα γοτθικά
      γενική των γοτθικών των γοτθικών των γοτθικών
    αιτιατική τους γοτθικούς τις γοτθικές τα γοτθικά
     κλητική γοτθικοί γοτθικές γοτθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

γοτθικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με τους Γότθους
  2. (ουσιαστικοποιημένο) (τέχνη) που αναφέρεται σε ρυθμούς και χαρακτηριστικά της τέχνης των τελευταίων αιώνων του Μεσαίωνα
      η Παναγία των Παρισίων είναι ναός γοτθικού ρυθμού
      Στον αντίποδα του αεικίνητου Βερολίνου, η παλιά πρωτεύουσα της Γερμανίας, η Βόννη, μάλλον «ξεκουράζεται». Απαλλαγμένη πια από τη φασαρία του διοικητικού κέντρου -παρά το γεγονός πως κάποια υπουργεία παραμένουν εκεί- η πόλη του Μπετόβεν προσφέρεται για χαλαρούς περιπάτους στο πλακόστρωτο κέντρο με τους γοτθικούς ναούς και τις ευρύχωρες πλατείες.
    Αιμίλιος Χάρμπης, Βερολίνο και Βόννη, 25 χρόνια μετά, Η Καθημερινή, 15 Νοεμβρίου 2014

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία