Δείτε επίσης: γότθος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γότθος οι Γότθοι
      γενική του Γότθου των Γότθων
    αιτιατική τον Γότθο τους Γότθους
     κλητική Γότθε Γότθοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Γότθος < ελληνιστική κοινή Γότθος[1] < γοτθική 𐌲𐌿𐍄𐌸𐌹𐌿𐌳𐌰 (gutþiuda) < *𐌲𐌿𐍄𐌰 (*guta: Γότθος) (+‎ 𐌸𐌹𐌿𐌳𐌰 / þiuda: λαός) < πρωτογερμανική *gutô (Γότθος) < *geutaną (χέω, χύνω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰewd- (χέω, χύνω)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɣot.θos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γότ‐θος

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γότθος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Γότθος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.