Γότθοι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Γότθοι | ||
γενική | των | Γότθων | ||
αιτιατική | τους | Γότθους | ||
κλητική | Γότθοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Γότθοι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Γότθοι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓότθοι αρσενικό στον πληθυντικό
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Γότθοι: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
επεξεργασίαΓότθοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Γότθος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | οἱ | Γότθοι |
γενική | τῶν | Γότθων |
δοτική | τοῖς | Γότθοις |
αιτιατική | τοὺς | Γότθους |
κλητική ὦ! | Γότθοι | |
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Γότθοι → δείτε τη λέξη Γότθος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΓότθοι αρσενικό στον πληθυντικό (ελληνιστική κοινή)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- Γότθοι: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαΓότθοι αρσενικό
- ονομαστική και κλητική πληθυντικού του Γότθος