• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

τρόχος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : τροχός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρόχος οι τρόχοι
      γενική του τρόχου των τρόχων
    αιτιατική τον τρόχο τους τρόχους
     κλητική τρόχε τρόχοι
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

τρόχος < μεσαιωνική ελληνική τρόχος < αρχαία ελληνική τρέχω

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

τρόχος αρσενικό

  • (ζωολογία) (σπάνιο) το θηλαστικό ζώο ασβός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    τρόχος
  • → δείτε τη λέξη ασβός
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=τρόχος&oldid=4858439"
Τελευταία επεξεργασία στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 09:11

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 4 Οκτωβρίου 2020, στις 09:11.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie