Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρόχισμα τα τροχίσματα
      γενική του τροχίσματος των τροχισμάτων
    αιτιατική το τρόχισμα τα τροχίσματα
     κλητική τρόχισμα τροχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρόχισμα < τροχίζω + -μα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾo.çi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρό‐χι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρόχισμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια του τροχίζω
  2. (μεταφορικά, παρωχημένο) το ακόνισμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία