↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τροχοειδής η τροχοειδής το τροχοειδές
      γενική του τροχοειδούς* της τροχοειδούς του τροχοειδούς
    αιτιατική τον τροχοειδή την τροχοειδή το τροχοειδές
     κλητική τροχοειδή(ς) τροχοειδής τροχοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τροχοειδείς οι τροχοειδείς τα τροχοειδή
      γενική των τροχοειδών των τροχοειδών των τροχοειδών
    αιτιατική τους τροχοειδείς τις τροχοειδείς τα τροχοειδή
     κλητική τροχοειδείς τροχοειδείς τροχοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχοειδής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

τροχοειδής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία