τροχείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τροχείο | τα | τροχεία |
γενική | του | τροχείου | των | τροχείων |
αιτιατική | το | τροχείο | τα | τροχεία |
κλητική | τροχείο | τροχεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροχείο < ελληνιστική κοινή τροχεῖον (παράλληλος τύπος του τρόχιον, υποκοριστικό του αρχαία ελληνική τροχός)[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾoˈçi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χεί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροχείο ουδέτερο
- (λόγιο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
συσκευή που ακονίζει
→ δείτε τη λέξη ακονιστήρι |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.