↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τροχιστήριο τα τροχιστήρια
      γενική του τροχιστηρίου
τροχιστήριου
των τροχιστηρίων
    αιτιατική το τροχιστήριο τα τροχιστήρια
     κλητική τροχιστήριο τροχιστήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τροχιστήριο < (τροχίζω) τροχισ- + -τήριο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾo.çiˈsti.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐χι‐στή‐ρι‐ο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχιστήριο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία