αλυσοτροχός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλυσοτροχός αρσενικό
- (μηχανολογία): οδοντωτός τροχός μετάδοσης κίνησης με αλυσίδα
- αλυσοτροχός εκκεντροφόρου, αλυσοτροχός στροφαλοφόρου κ.ά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλυσοτροχός
|