πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τροχίσκος οι τροχίσκοι
      γενική του τροχίσκου των τροχίσκων
    αιτιατική τον τροχίσκο τους τροχίσκους
     κλητική τροχίσκε τροχίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

τροχίσκος αρσενικό

  1. (υποκοριστικό) κάθε μικρή ρόδα ή τροχός (οχήματος ή εξάρτημα μηχανής ή συσκευής)
  2. χάπι ή καραμέλα (για θεραπεία)

Μεταφράσεις

επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τροχός

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)