τροχίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροχίσκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τροχίσκος < τροχ(ός) + -ίσκος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾoˈçi.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χί‐σκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροχίσκος αρσενικό
- (υποκοριστικό) κάθε μικρή ρόδα ή τροχός (οχήματος ή εξάρτημα μηχανής ή συσκευής)
- χάπι ή καραμέλα (για θεραπεία)
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τροχός
τροχίσκος
|
Πηγές επεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | τροχίσκος | οἱ | τροχίσκοι |
γενική | τοῦ | τροχίσκου | τῶν | τροχίσκων |
δοτική | τῷ | τροχίσκῳ | τοῖς | τροχίσκοις |
αιτιατική | τὸν | τροχίσκον | τοὺς | τροχίσκους |
κλητική ὦ! | τροχίσκε | τροχίσκοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τροχίσκω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τροχίσκοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τροχίσκος < τροχ(ός) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
τροχίσκος αρσενικό
- (υποκοριστικό) τροχίσκος, μικρός τροχός
- (ελληνιστική σημασία , κόσμημα) σκουλαρίκι
Πηγές επεξεργασία
- τροχίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.