Ετυμολογία

επεξεργασία
εκτροχιάζω < εκ + τροχός + -ιάζω ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) dérailler)

εκτροχιάζω (παθητική φωνή: εκτροχιάζομαι)

  1. βγάζω κάτι από την τροχιά πάνω στην οποία κινείται
  2. (παθητική φωνή) (μεταφορικά) παρεκτρέπομαι, ξεφεύγω από τη συμπεριφορά που πρέπει ή οφείλω να έχω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία