ράγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράγα | οι | ράγες |
γενική | της | ράγας | των | ραγών |
αιτιατική | τη | ράγα | τις | ράγες |
κλητική | ράγα | ράγες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαράγα θηλυκό
- ρώγα σταφυλιού
- σιδηροδοκός οδηγός επί του οποίου ή δια του οποίου κινείται κάποιο μέσον
- ράγες σιδηροδρομικές
- ράγες ασανσέρ
- μεταλλικός οδηγός επί του οποίου στερεώνονται αντικείμενα
- είδος δηλητηριώδους αράχνης
- (βοτανική) τύπος αδιάρρηκτου σαρκώδη καρπού