Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Δείτε επίσης: ῥώξ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ράγα οι ράγες
      γενική της ράγας των ραγών
    αιτιατική τη ράγα τις ράγες
     κλητική ράγα ράγες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ράγα < ιων. ῥάξ <ῥαγός,< ρώγα ή ρόγα, ῥαγίζω, μαζεύω σταφύλια.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ράγα θηλυκό

  1. ρώγα σταφυλιού
  2. σιδηροδοκός οδηγός επί του οποίου ή δια του οποίου κινείται κάποιο μέσον
    • ράγες σιδηροδρομικές
    • ράγες ασανσέρ
  3. μεταλλικός οδηγός επί του οποίου στερεώνονται αντικείμενα
  4. είδος δηλητηριώδους αράχνης
  5. (βοτανική) τύπος αδιάρρηκτου σαρκώδη καρπού

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία