σιδερένιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | σιδερένιος | η | σιδερένια | το | σιδερένιο |
γενική | του | σιδερένιου | της | σιδερένιας | του | σιδερένιου |
αιτιατική | τον | σιδερένιο | τη | σιδερένια | το | σιδερένιο |
κλητική | σιδερένιε | σιδερένια | σιδερένιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | σιδερένιοι | οι | σιδερένιες | τα | σιδερένια |
γενική | των | σιδερένιων | των | σιδερένιων | των | σιδερένιων |
αιτιατική | τους | σιδερένιους | τις | σιδερένιες | τα | σιδερένια |
κλητική | σιδερένιοι | σιδερένιες | σιδερένια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σιδερένιος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σιδερένιος < σίδερ(ον) (σίδερ(ο)) + -ένιος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ðeˈɾe.ɲos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δε‐ρέ‐νιος
Επίθετο
επεξεργασίασιδερένιος, -α, -ο
- που είναι φτιαγμένος από σίδερο
- ⮡ σιδερένιες καγκελόπορτες
- (μεταφορικά) που είναι εξαιρετικά γερός, δυνατός, αλύγιστος, σκληρός, υγιής
- ⮡ σιδερένιο χέρι με βελούδινο γάντι
- (μεταφορικά) που είναι εξαιρετικά αποφασιστικός
- ⮡ είχε σιδερένια θέληση, γι' αυτό και τελικά πέτυχε το σκοπό του
- ≈ συνώνυμα: χαλύβδινος, ατσάλινος
Εκφράσεις
επεξεργασία- σιδερένιος!(-α, -ο): ευχή για καλυτέρευση της υγείας
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φτιαγμένος από σίδερο
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίασιδερένιος
- που είναι φτιαγμένος από σίδερο
- (Χρειάζεται επεξεργασία)