demir
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- demir < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική دمیر (demir, σίδερο) < πρωτοτουρκική *temür.
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /deˈmiɾ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : de‐mir
Ουσιαστικό επεξεργασία
demir (tr)