Ετυμολογία

επεξεργασία
żelazny < żelazo

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

żelazny (pl)

  1. σιδερένιος, σιδηρούς
    • κατασκευασμένος από σίδερο
    • αναφερόμενος στο σίδηρο
    • που έχει χαρακτηριστικά του σιδήρου