Ετυμολογία

επεξεργασία

iron < (κληρονομημένο) μέση αγγλική iren

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈaɪ.ən/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
iron irons

iron (en)

  1. (χημεία) το χημικό στοιχείο: σίδηρος, σιδερένιος
    ⮡  My grandma has an iron frying pan.
    Η γιαγιά μου έχει ένα σιδερένιο τηγάνι.
  2. το σίδερο, συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων
    ⮡  an electric iron - ηλεκτρικό σίδερο
ενεστώτας iron
γ΄ ενικό ενεστώτα irons
αόριστος ironed
παθητική μετοχή ironed
ενεργητική μετοχή ironing

iron (en)

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία