iron
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
iron < (κληρονομημένο) μέση αγγλική iren
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
iron | irons |
iron (en)
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: σίδηρος
- το σίδερο, συσκευή για το σιδέρωμα των ρούχων
- ↪ an electric iron - ηλεκτρικό σίδερο
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | iron |
γ΄ ενικό ενεστώτα | irons |
αόριστος | ironed |
παθητική μετοχή | ironed |
ενεργητική μετοχή | ironing |
iron (en)