ενεστώτας iron out
γ΄ ενικό ενεστώτα irons out
αόριστος ironed out
παθητική μετοχή ironed out
ενεργητική μετοχή ironing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
iron out < → δείτε τις λέξεις iron και out

iron out (en)

  1. σιδερώνω, βγάζω τις ζάρες από ρούχα κτλ. με σίδερο
    ⮡  I am ironing out the shirts.
    Σιδερώνω τα πουκάμισα.
    ⮡  I am ironing the wrinkles out of my dress.
    Σιδερώνω τις ζάρες στο φόρεμά μου.
     συνώνυμα: iron
  2. (μεταφορικά) εξομαλύνω, αφαιρώ όλα τα προβλήματα ή τις δυσκολίες που επηρεάζουν κάποιον ή κάτι
    ⮡  We ironed out all points of disagreement.
    Εξομαλύναμε όλα τα σημεία διαφωνίας.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη resolve