iron out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | iron out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | irons out |
αόριστος | ironed out |
παθητική μετοχή | ironed out |
ενεργητική μετοχή | ironing out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαiron out (en)
- σιδερώνω, βγάζω τις ζάρες από ρούχα κτλ. με σίδερο
- (μεταφορικά) εξομαλύνω, αφαιρώ όλα τα προβλήματα ή τις δυσκολίες που επηρεάζουν κάποιον ή κάτι
Πηγές
επεξεργασία- iron out - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 307, 790. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξομαλύνω, σιδερώνω