Ουσιαστικό

επεξεργασία

tren (br)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tren (es)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tren (ca)



  Ετυμολογία

επεξεργασία

tren < (άμεσο δάνειο) λατινική threnus < αρχαία ελληνική θρῆνος

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tren (pl) αρσενικό

  1. (λογοτεχνία) θρήνος, μοιρολόι
  2. (ενδυμασία) η ουρά



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tren (ro)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

tren (tr)