Δείτε επίσης: θρήνος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θρῆνος οἱ θρῆνοι
      γενική τοῦ θρήνου τῶν θρήνων
      δοτική τῷ θρήν τοῖς θρήνοις
    αιτιατική τὸν θρῆνον τοὺς θρήνους
     κλητική ! θρῆνε θρῆνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θρήνω
γεν-δοτ τοῖν  θρήνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θρῆνος < θρέομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θρῆνος θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία