θρῆνος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | θρῆνος | οἱ | θρῆνοι |
γενική | τοῦ | θρήνου | τῶν | θρήνων |
δοτική | τῷ | θρήνῳ | τοῖς | θρήνοις |
αιτιατική | τὸν | θρῆνον | τοὺς | θρήνους |
κλητική ὦ! | θρῆνε | θρῆνοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρήνω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θρήνοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- θρῆνος < θρέομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθρῆνος θηλυκό
- θρήνος
- θρῆνοι καὶ ὀδυρμοί
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀξιόθρηνος
- ἀθρήνητος
- ἀθρηνί
- δυσθρήνητος
- θρήνερως
- θρηνέω, ῶ & σύνθετα
- θρηνεύω
- θρήνημα
- θρηνήσιμος
- θρηνητήρ
- θρηνητήριος
- θρηνητής, θρηνήτωρ
- θρηνήτρια
- θρηνητικός
- θρηνολάλος
- θρηνολογέω, ῶ
- θρηνοποιός
- θρηνῳδέω, ῶ
- θρηνῴδημα
- θρηνῴδης, θρηνώδης
- θρηνῳδία
- θρηνῳδικός
- θρηνῳδός
- συνθρηνήτρια
- σύνθρηνος
- ὀξυθρήνητος
- πολυθρήνητος, πολύθρηνος
- φιλόθρηνος, φιλοθρηνής
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ἀνθρήνη (σφήκα) άγνωστης ετυμολογίας
Πηγές
επεξεργασία- θρῆνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρῆνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.