vagonaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- vagonaro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vagonaro | vagonaroj |
αιτιατική | vagonaron | vagonarojn |
vagonaro (eo)
- το τρένο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | vagonaro | vagonaroj |
αιτιατική | vagonaron | vagonarojn |
vagonaro (eo)