↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τρενοποδήλατο τα τρενοποδήλατα
      γενική του τρενοποδήλατου
τρενοποδηλάτου
των τρενοποδήλατων
τρενοποδηλάτων
    αιτιατική το τρενοποδήλατο τα τρενοποδήλατα
     κλητική τρενοποδήλατο τρενοποδήλατα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρενοποδήλατο < τρένο + -ο- + ποδήλατο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική railbike)
 
τρενοποδήλατο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τρενοποδήλατο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία