speedy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | speedy |
συγκριτικός | speedier |
υπερθετικός | speediest |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαspeedy (en)
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 200, 870-871. ISBN 9780194325684., λήμμα: γρήγορος, ταχύς