Ετυμολογία

επεξεργασία

νηστεύω, αόρ.: νήστεψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (γενική έννοια) δεν τρώω
      νηστεύω το κρέας
  2. (εκκλησιαστικός όρος) δεν τρώω ορισμένα φαγώσιμα σε μερικές προκαθορισμένες εποχές
     συνώνυμα: κάνω νηστεία
  3. (αμετάβατο) δίνω σε κάποιον νηστίσιμα φαγητά
      νηστεύω τον γιο μου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
νηστεύω < νῆστ(ις) (που δεν τρώεει) + -εύω.[1]  δείτε και  νη-

νηστεύω

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.