νηστεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- νηστεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νηστεύω [1]
Ρήμα
επεξεργασίανηστεύω, αόρ.: νήστεψα (χωρίς παθητική φωνή)
- (γενική έννοια) δεν τρώω
- ⮡ νηστεύω το κρέας
- (εκκλησιαστικός όρος) δεν τρώω ορισμένα φαγώσιμα σε μερικές προκαθορισμένες εποχές
- (αμετάβατο) δίνω σε κάποιον νηστίσιμα φαγητά
- ⮡ νηστεύω τον γιο μου
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ νηστεύω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία- νηστεύω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική νηστεύω
Ρήμα
επεξεργασίανηστεύω
- μένω νηστικός
- απέχω από τροφή
- (θρησκεία) μένω νηστικός για θρησκευτικούς λόγους
- (εκκλησιαστικός όρος) τηρώ την καθορισμένη νηστεία της εκκλησίας
- (μεταφορικά) απέχω από την αμαρτία
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία ετυμολογικό πεδίο
νηστ-
νηστ-
Πηγές
επεξεργασία- νηστεύω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίανηστεύω
Παράγωγα
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- νηστεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- νηστεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.