Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο νηστευτής οι νηστευτές
      γενική του νηστευτή των νηστευτών
    αιτιατική τον νηστευτή τους νηστευτές
     κλητική νηστευτή νηστευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηστευτής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νηστευτής αρσενικό

  • Άνθρωπος που απέχει από συγκεκριμένα τρόφιμα κατά τις περίοδους που καθορίζει η Εκκλησία.

  Μεταφράσεις επεξεργασία