νηστευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νηστευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
νηστευτής αρσενικό
- Άνθρωπος που απέχει από συγκεκριμένα τρόφιμα κατά τις περίοδους που καθορίζει η Εκκλησία.
Μεταφράσεις επεξεργασία
νηστευτής
|