Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο νηστικός η νηστική
νηστικιά
το νηστικό
      γενική του νηστικού της νηστικής
νηστικιάς
του νηστικού
    αιτιατική τον νηστικό τη νηστική
νηστικιά
το νηστικό
     κλητική νηστικέ νηστική
νηστικιά
νηστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι νηστικοί οι νηστικές τα νηστικά
      γενική των νηστικών των νηστικών των νηστικών
    αιτιατική τους νηστικούς τις νηστικές τα νηστικά
     κλητική νηστικοί νηστικές νηστικά
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

νηστικός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή νηστικός (που χρησιμοποιείται σε νηστεία < αρχαία ελληνική νῆστ(ις) (σημασία: νηστικός) + -ικός. Διαφορετική η αρχαία ελληνική νηστικός (κλωστικός)

  Επίθετο επεξεργασία

νηστικός, -ή, -ό

  • που δεν είναι φαγωμένος, που έχει αρκετή ώρα να φάει και το στομάχι του είναι άδειο

Αντώνυμα επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη νηστεύω

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

νηστικός < νέω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

νηστικός, -ή, -όν

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

νηστικός < αρχαία ελληνική νῆστ(ις) (σημασία: νηστικός) + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

νηστικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία