κλωστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίακλωστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με το κλώσιμο ή είναι κατάλληλος γι’ αυτό
- Η βουλευτής, η οποία έχει αναφερθεί στα οφέλη της καλλιέργειας βιομηχανικής κάνναβης στη δημιουργία θέσεων εργασίας στη γεωργία, στη βιομηχανία και το εμπόριο, έχει επικαλεστεί παλαιότερο έγγραφο του αναπληρωτή υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης, σύμφωνα με το οποίο σε συνεργασία με ιδρύματα εφαρμοσμένης έρευνας και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών θα διερευνούνταν διάφορες παράμετροι πριν την ολοκλήρωση του σχεδίου για το πλαίσιο καλλιέργειας κλωστικής κάνναβης. (*)