Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

νήστις < νῆστις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

νήστις αρσενικό ή θηλυκό

  1. η νήστιδα, το μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου
  2. που φέρνει νηστεία
  3. ο πόνος από τη νηστεία

  Μεταφράσεις επεξεργασία