Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
νηστικάδα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
νηστικάδ
α
οι
νηστικάδ
ες
γενική
της
νηστικάδ
ας
των
νηστικάδ
ων
αιτιατική
τη
νηστικάδ
α
τις
νηστικάδ
ες
κλητική
νηστικάδ
α
νηστικάδ
ες
Κατηγορία
όπως «
ελπίδα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
νηστικάδα
<
νηστικ(ός)
+
-άδα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
νηστικάδα
θηλυκό
(
ιδιωματικό
) η
άσχημη
οσμή
ή
γεύση
που έχει το
στόμα
κάποιου που έχει μείνει
νηστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
νηστικάδα