ενεστώτας hasten
γ΄ ενικό ενεστώτα hastens
αόριστος hastened
παθητική μετοχή hastened
ενεργητική μετοχή hastening

  Ετυμολογία

επεξεργασία
hasten < haste + -en

hasten (en)

  1. ορμώ, σπεύδω να κάνω κάτι
    ⮡  He hastened up the stairs.
    Όρμησε πάνω στις σκάλες.
    ⮡  I hasten to thank you.
    Σπεύδω να σ' ευχαριστώ.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rush
  2. (επίσημο, μεταβατικό) επιταχύνω, επισπεύδω
    ⮡  The war hastened all these changes.
    Ο πόλεμος επιτάχυνε όλες αυτές τος αλλαγές.
    ⮡  We are trying to hasten things a little.
    Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accelerate