speed up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | speed up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | speeds up |
αόριστος | speeded up, sped up |
παθητική μετοχή | speeded up, sped up |
ενεργητική μετοχή | speeding up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαspeed up (en)
- επιταχύνω, επισπεύδω
- ⮡ The war sped up all these changes.
- Ο πόλεμος επιτάχυνε όλες αυτές τος αλλαγές.
- ⮡ We are trying to speed things up a little.
- Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accelerate
- ⮡ The war sped up all these changes.