αυξητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αυξητικός < αύξηση
Επίθετο
επεξεργασία
αυξητικός
- που αναφέρεται στην αύξηση
- αυξητικές τάσεις στο χρηματιστήριο
- που οδηγεί στην αύξηση
- αυξητικοί παράγοντες
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αυξητικός
αυξητικός παράγοντας
|