Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας go up
γ΄ ενικό ενεστώτα goes up
αόριστος went up
παθητική μετοχή gone up
ενεργητική μετοχή going up

  Ετυμολογία επεξεργασία

go up < → δείτε τις λέξεις go και up

  Ρήμα επεξεργασία

go up (en)

  • ανεβαίνω, αυξάνομαι
    The price of oil went up again.
    Το πετρέλαιο ανέβηκε πάλι.
    Salaries/prices will go up by 10%.
    Οι μισθοί/τιμές θα αυξηθούν κατά 10%.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase

  Πηγές επεξεργασία