boost
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
boost | boosts |
boost (en)
- η ενίσχυση, η ώθηση, κάτι που βοηθά ή ενθαρρύνει κάποιον ή κάτι
- ⮡ a boost to my morale - ενίσχυση του ηθικού μου
- ⮡ The advertising gave a boost to our sales.
- Η διαφήμιση έδωσε ώθηση στις πωλήσεις μας.
- η ενίσχυση, η αύξηση
- το σπρώξιμο προς τα πάνω
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | boost |
γ΄ ενικό ενεστώτα | boosts |
αόριστος | boosted |
παθητική μετοχή | boosted |
ενεργητική μετοχή | boosting |
boost (en)
- ενισχύω, αυξάνω, ανεβάζω, κάνω κάτι να αυξηθεί, ή να γίνει καλύτερος ή πιο επιτυχημένος
- σπρώχνω-ωθώ προς τα πάνω (πχ κάποιον που προσπαθεί να σκαρφαλώσει)
- ⮡ The brother boosted his sister out of the water.
- Ο αδελφός έσπρωξε την αδελφή του έξω από το νερό.
- ⮡ The brother boosted his sister out of the water.