boost
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
boost (en)
Ρήμα επεξεργασία
boost (en)
- σπρώχνω-ωθώ προς τα πάνω (πχ κάποιον που προσπαθεί να σκαρφαλώσει)
- ενισχύω, προωθώ, δυναμώνω
- to boost one's performance - ενισχύω την απόδοσή μου
boost (en)
boost (en)