Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
boost boosts

boost (en)

  1. η ενίσχυση, η ώθηση, κάτι που βοηθά ή ενθαρρύνει κάποιον ή κάτι
    ⮡  a boost to my morale - ενίσχυση του ηθικού μου
    ⮡  The advertising gave a boost to our sales.
    Η διαφήμιση έδωσε ώθηση στις πωλήσεις μας.
  2. η ενίσχυση, η αύξηση
    ⮡  The boost in the public’s purchasing power will increase consumption.
    Η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης του κοινού, θα αυξήσει την κατανάλωση.
    ⮡  a boost in production - αύξηση της παραγωγής
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase
  3. το σπρώξιμο προς τα πάνω
ενεστώτας boost
γ΄ ενικό ενεστώτα boosts
αόριστος boosted
παθητική μετοχή boosted
ενεργητική μετοχή boosting

boost (en)

  1. ενισχύω, αυξάνω, ανεβάζω, κάνω κάτι να αυξηθεί, ή να γίνει καλύτερος ή πιο επιτυχημένος
    ⮡  This success boosted my morale.
    Αυτή η επιτυχία ενίσχυσε το ηθικό μου.
    ⮡  We’re boosting wages.
    Αυξάνουμε τους μισθούς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη increase
  2. σπρώχνω-ωθώ προς τα πάνω (πχ κάποιον που προσπαθεί να σκαρφαλώσει)
    ⮡  The brother boosted his sister out of the water.
    Ο αδελφός έσπρωξε την αδελφή του έξω από το νερό.

Συγγενικά

επεξεργασία