Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

boost (en)

  1. ενίσχυση, προώθηση

  Ρήμα επεξεργασία

boost (en)

  1. σπρώχνω-ωθώ προς τα πάνω (πχ κάποιον που προσπαθεί να σκαρφαλώσει)
  2. ενισχύω, προωθώ, δυναμώνω
    to boost one's performance - ενισχύω την απόδοσή μου

Συγγενικά επεξεργασία